πλωάς

πλωάς
πλω-άς, άδος, , (πλώω)
A = πλώουσα, sailing or floating about,

ὄρνιθες A.R.2.1053

(EM731.40, but πλωίδας codd.):—also [full] πλωϊάδες

νεφέλαι Thphr.

ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.)
A floating islands in Lake Copais, Thphr.HP4.10.2, 4.12.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλωάς — sailing fem nom sg πλωά̱ς , πλωός floating fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωάς — και πλωϊάς, άδος, ἡ, Α 1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα 2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη 3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς ονομασία τού αστερισμού Μεγάλη Άρκτος 4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» περιφερόμενα σύννεφα β) «πλωάδες νῆσοι» τα νησιά… …   Dictionary of Greek

  • πλωάδας — πλωάς sailing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”